- κλέισμα
- κλέισμα, τὸ (Μ) [κλεΐζω]φήμη, δόξα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεῖσμα — barrier neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείσμα — το (AM κλεῑσμα) [κλείω (Ι)] 1. περίφραγμα, φράχτης 2. (κατά συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, συνεκδ.) ο περιφραγμένος τόπος νεοελλ. μσν. 1. περίβολος 2. κλείσιμο σε κάποιο μέρος, εγκλεισμός … Dictionary of Greek
Κάτω Κλείσμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 69 κάτ.) της Τήνου. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εξωμβούργου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
κλείσμασι — κλεῖσμα barrier neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek